- ξεγυρίζω
- (Μ ξεγυριζω)νεοελλ.1. γυρίζω πίσω, ξανάρχομαι2. γυρίζω κάτι από την ανάποδη, στρέφω από το άλλο μέρος3. (για ασθενή) παρουσιάζω όψη υγιούς ατόμου, αναρρώνω3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ξεγυρισμένος, -η, -ογερόςμσν.κατορθώνω να αντεπεξέλθω σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + γυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.